7.4.06

Οι εποχές αλλάζουν. Εναλλάσσονται. Τη νοιώθω την Άνοιξη στα σωθικά μου μέσα. Αφρίζει η Άνοιξη, είναι δυνατή, σκληρή. Είναι απαιτητική. Όλο ζητάει. Κι άλλο νερό κι άλλη ορμή κι άλλη ψυχή. Χρόνια πριν, ίσως και αιώνες δεν θυμάμαι πια, τις ήξερα τις εποχές. Τέσσερις όλες κι όλες. Έφευγαν, έρχονταν, καλούσαν, έδιωχναν. Κι εγώ εκεί, να ρέω την οργή του Χειμώνα, τους χυμούς της Άνοιξης, το μάγμα του Θέρους, το νότισμα του Φθινοπώρου.

Τώρα δεν ξέρω… η πλάνη μου μεγαλώνει. Τα ρέοντα ύδατα βουερά κυλάνε στον χειμώνα, βουερά και στο έαρ. Απ’ των σύννεφων τη βροχή ή απ’ το χιόνι που λιώνει και κυλά μαζί μου. Ξέρω, μούχες πει να βλέπω των κλαριών τα φουσκώματα και να καταλαβαίνω. Το θυμάμαι. Αλλά σαν έφυγες εκεί απέναντι στης Ορτυγίας την πλευρά τι να την κάνω τη διαφορά; Πού θα με ωφελήσει;

Δεν ξέρω αγαπημένη, δεν την ζήτησα την άνοιξη αυτή, ούτε τις προηγούμενες, ούτε τις επόμενες ζητώ. Εσένα μόνο ζητώ, που είσαι και Άνοιξη και Χειμώνας μαζί. Φθινόπωρο και Καλοκαίρι σε μια μορφή. Μόνο τότε θα αποκτήσω το βλέμμα των δέκα μου χρόνων, μόνο τότε θα δω καθαρά του πατέρα μου την εικόνα και θα ακούσω τη δική σου φωνή να με καλεί να διαβώ το μονοπάτι των εποχών μου.

Τη νοιώθω την Άνοιξη, την καταλαβαίνω την Άνοιξη καθώς σου γράφω…

Αγαπημένη μου,

Η δίκη έγινε με την μεγαλοπρέπεια που άρμοζε στη περίσταση. Ο δήμιος πήρε το κομμένο κεφάλι μου και το ακούμπησε στα χέρια μου. Οι δικαστές ανήγγειλαν την απόφαση σε στάση προσοχής, ενώ το πλήθος ακινητούσε αμίλητο γύρω από το ικρίωμα.

Η Περσεφόνη, ντυμένη στα κόκκινα, κρατούσε απ’ τα γκέμια ένα άσπρο άλογο. Με πρόσταξε ν’ ανέβω κι έδειξε μπροστά το μονοπάτι του φεγγαριού.

Το πλήθος χωρίστηκε στα δύο ανοίγοντας διάδρομο με τους πυρσούς. Το άλογο άρχισε να βαδίζει αυξάνοντας ολοένα το βηματισμό του, ώσπου, βγαίνοντας στην ανοιχτή πεδιάδα κάλπαζε ήδη ορμητικά. Διέσχισε το δάσος, ανέβηκε κάθετα τη απότομη πλαγιά του απέναντι βουνού, ξεχύθηκε στην κοιλάδα με τις πεταλούδες κι ήρθε και στάθηκε λαχανιασμένο δίπλα στο ποτάμι.

Εσύ αναδύεσαι με λυμένα τα μαλλιά στους ώμους, πλησιάζει, μου ζητάς το κεφάλι, στο δίνω, το τοποθετείς στη θέση του. Μου μιλάς και σωπαίνω και δεν ακούς το άλογο καθώς σου ψιθυρίζει πως

η απάντηση στη Σιωπή είναι ο Έρωτας.

Σε φιλώ με Αγάπη

Αλφειός

Τα εικονιζόμενα γλυπτά: "Aretusa e Alfeo" είναι του Ιταλού γλύπτη Gianfranco Bevilacqua
eXTReMe Tracker