9.10.07

Επτά ετών η Άνοιξη

Αγαπημένη μου,

Σιώπησα, πολύ καιρό τώρα! Δεν είχα τη δύναμη να μιλήσω, ούτε καν να κυλίσω βουερός και θυμωμένος. Θέλησα να φύγω, να πάω πού; Έμεινα και σιώπησα…

Είδα πράμματα ανείπωτα, το πυρ της κόλασης, το χέρι ανθρώπων με βλέμμα κενό, άδειο και θολό να καίνε την ψυχή τους, μαζί κι εμένα και ό,τι με κρατάει εδώ, χιλιάδες χρόνια.

Σιώπησα καλή μου, στέρεψα πια! Μήτε δάκρυα, μήτε αφρούς. Στεγνός μέχρι τα τρίσβαθα του είναι μου. Μαύρη ανατολή, φαιά δύση, αποστρέφω τη ματιά μου καθώς περνώ απ’ τη Κοιλάδα, τρέχω πιο γρήγορα από πριν να κρυφτώ στης θάλασσας τα βάθη, να ενωθώ με τα νερά σου καλή μου, με το νάμα της ψυχής σου, γιατί εγώ ψυχή δεν έχω πια! Στέρεψα…

Αγαπημένη μου,

Μόνο τα δάκρυα των κοριτσιών και οι πύρινες ματιές των αγοριών, είπα, θα με ξανακάνουν να κυλήσω ορμητικός και πάλι. Το είπα μα δεν το περίμενα. Είδα όμως και αναθάρρησα. Είδα δυο μάτια μεγάλα, μια κόρη θεσπέσια, μια νιότη ζωογόνα από ‘να τόσο δα μικράκι. Άγγελος είναι είμαι σίγουρος, το λέει τ’ όνομά της και τα ονόματα - τουλάχιστον στις μέρες μου - δεν λαθεύουν ποτέ.

Αγγελική Παπαγιάννη, σημείωσέ το καλή μου, είναι η Άνοιξη καταμεσής στο φθινόπωρο. Αγγελική – Γαβριέλλα Παπαγιάννη, ετών 7! Μαθήτρια στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, εκεί στο Χαλκούτσι του Ωρωπού. Εκεί που τα άψυχα μάτια, τα χέρια τα βέβηλα, οι κοντοπίθαμοι υβριστές, οι έρποντες γυμνοσαλίγκαροι, δηλητηριάζουν με το περιεχόμενο του εγκεφάλου τους τον αδελφό Ασωπό. Και μαζί του το έδαφος, το υπέδαφος, τα νερά, τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα και τα φυτά. Α, και τους ανθρώπους. Ναι και τους ανθρώπους. Που δεν έχουν τώρα να πιουν και να φάνε.

Τριανταπέντε χρόνια η απύθμενη κακία των ισχυρών και άνοων όντων στάλαζε τη χολή από τα τέρατα που δημιούργησαν στην Βοιωτική κοιλάδα. Τώρα ήρθε η ώρα να πλαντάξουν στα ίδια τους τα κόπρανα. Κι εκεί, κι εδώ, και στην Εύβοια, και στην Πάρνηθα.

Καλή μου,

Δε με νοιάζει να πεθάνω, να στερέψω. Έτσι κι αλλιώς στραγγίζω κάθε μέρα, κάθε στιγμή σαν περνώ και βλέπω το φαιό χιτώνα της ανθρώπινης βλακείας. Με νοιάζει όμως η μικρή Αγγελική, που «δεν θέλει να πεθάνει…».

Έγραψε γράμμα, ανοιχτό, όπως λέει και το έστειλε να πετάξει. Να το δουν οι μακάριοι, οι ιθύνοντες να κάνουν κάτι. Και μες την πλάνη των 7 χρόνων της ψάχνει αρμοδίους και υπευθύνους. Δεν ξέρει η μικρούλα ότι η μόνη αρμόδια σήμερα είναι η ίδια και συνομήλικοι της. Και ότι μόνη ελπίδα είναι οι γραμμές που έγραψε;

Διάβασε τώρα, αγαπημένη μου κι ας ελπίσεις κι εσύ ότι «το γράμμα αυτό θα φέρει καλά αποτέλεσματα»!

ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Της Αγγελικής - Γαβριέλλας Παπαγιάννη, μαθήτριας στη Β' τάξη του Δημοτικού Σχολείου Χαλκουτσίου του Δήμου Ωρωπίων.

ΠΡΟΣ Οποιουσδήποτε αρμόδιους και υπεύθυνους Ανθρώπους.

Ελπίζω το γράμμα μου αυτό να φτάσει στα χέρια του πρωθυπουργού και των υπουργών Περιβάλλοντος - Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και Υγείας.

Τώρα τελευταία είμαι πολύ λυπημένη. Ακούω και βλέπω στην τηλεόραση ότι πολλοί κάτοικοι της Αττικής και Βοιωτίας υποφέρουμε γιατί το νερό που πίνουμε και πλενόμαστε είναι μολυσμένο με το καρκινογόνο εξασθενές χρώμιο, με το οποίο κάποιοι κακοί βιομήχανοι μολύνουν τα υπόγεια νερά και τον Ασωπό, όπως και τη θάλασσα και ό,τι τρώμε χωρίς να υπακούουν στους Νόμους.

Η μητέρα μου λέει ότι οι κακοί βιομήχανοι πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά ή να τιμωρηθούν αυστηρά.Ο πατέρας μου λέει ότι από τους πολιτικούς, σπάνια, πολύ σπάνια, γίνεται κάτι σωστό, λογικό και δίκαιο. Και είναι πολύ απογοητευμένος και λυπημένος.

Είμαι και εγώ λυπημένη γιατί δεν θέλω να αρρωστήσω από την κακία κάποιων. Ούτε θέλω να πεθάνω. Αγαπώ τη Ζωή, τη Φύση και τους Ανθρώπους.

Απορώ όμως. Πώς υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να κάνουν το κακό; Μήπως θέλουν να πλουτίζουν κάνοντας το κακό; Πώς μπορούν να φτιάχνουν τον δικό τους «παράδεισο», σκορπώντας γύρω τους τις αρρώστιες και το θάνατο; Εγώ αγαπώ τους βιομήχανους. Ακόμα και τους κακούς, γιατί πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν καλοί και ευλογημένοι. Αρκεί να το θελήσουν.

Τους αγαπώ μάλιστα, έστω και αν αυτοί με σκοτώνουν.

Ο κ. πρωθυπουργός όμως πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να τους δείξει το σωστό δρόμο.

Ελπίζω ότι το γράμμα μου αυτό θα φέρει καλά αποτελέσματα.

Χαλκούτσι Ωρωπού, 7-10-2007

Σας χαιρετώ
Η μικρή Αγγελική Γαβριέλλα Παπαγιάννη

Θυμάσαι Αρέθουσα, αγαπημένη μου, τί σου 'γραφα κάποτε:
«...κάθε τέτοια εποχή γίνεται η σπορά κάθε καινούργιας συγκίνησης στη ζωή μας. Κι έτσι η ελπίδα παραμένει ζωντανή.»
Να το θυμάσαι!

Σε φιλώ με Αγάπη

Αλφειός

Σημείωση: Οι φωτογραφίες του Ασωπού, της μικρής Αγγελικής και της επιστολής της, είναι από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", ενώ το κείμενο της επιστολής της από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία".

7.4.06

Οι εποχές αλλάζουν. Εναλλάσσονται. Τη νοιώθω την Άνοιξη στα σωθικά μου μέσα. Αφρίζει η Άνοιξη, είναι δυνατή, σκληρή. Είναι απαιτητική. Όλο ζητάει. Κι άλλο νερό κι άλλη ορμή κι άλλη ψυχή. Χρόνια πριν, ίσως και αιώνες δεν θυμάμαι πια, τις ήξερα τις εποχές. Τέσσερις όλες κι όλες. Έφευγαν, έρχονταν, καλούσαν, έδιωχναν. Κι εγώ εκεί, να ρέω την οργή του Χειμώνα, τους χυμούς της Άνοιξης, το μάγμα του Θέρους, το νότισμα του Φθινοπώρου.

Τώρα δεν ξέρω… η πλάνη μου μεγαλώνει. Τα ρέοντα ύδατα βουερά κυλάνε στον χειμώνα, βουερά και στο έαρ. Απ’ των σύννεφων τη βροχή ή απ’ το χιόνι που λιώνει και κυλά μαζί μου. Ξέρω, μούχες πει να βλέπω των κλαριών τα φουσκώματα και να καταλαβαίνω. Το θυμάμαι. Αλλά σαν έφυγες εκεί απέναντι στης Ορτυγίας την πλευρά τι να την κάνω τη διαφορά; Πού θα με ωφελήσει;

Δεν ξέρω αγαπημένη, δεν την ζήτησα την άνοιξη αυτή, ούτε τις προηγούμενες, ούτε τις επόμενες ζητώ. Εσένα μόνο ζητώ, που είσαι και Άνοιξη και Χειμώνας μαζί. Φθινόπωρο και Καλοκαίρι σε μια μορφή. Μόνο τότε θα αποκτήσω το βλέμμα των δέκα μου χρόνων, μόνο τότε θα δω καθαρά του πατέρα μου την εικόνα και θα ακούσω τη δική σου φωνή να με καλεί να διαβώ το μονοπάτι των εποχών μου.

Τη νοιώθω την Άνοιξη, την καταλαβαίνω την Άνοιξη καθώς σου γράφω…

Αγαπημένη μου,

Η δίκη έγινε με την μεγαλοπρέπεια που άρμοζε στη περίσταση. Ο δήμιος πήρε το κομμένο κεφάλι μου και το ακούμπησε στα χέρια μου. Οι δικαστές ανήγγειλαν την απόφαση σε στάση προσοχής, ενώ το πλήθος ακινητούσε αμίλητο γύρω από το ικρίωμα.

Η Περσεφόνη, ντυμένη στα κόκκινα, κρατούσε απ’ τα γκέμια ένα άσπρο άλογο. Με πρόσταξε ν’ ανέβω κι έδειξε μπροστά το μονοπάτι του φεγγαριού.

Το πλήθος χωρίστηκε στα δύο ανοίγοντας διάδρομο με τους πυρσούς. Το άλογο άρχισε να βαδίζει αυξάνοντας ολοένα το βηματισμό του, ώσπου, βγαίνοντας στην ανοιχτή πεδιάδα κάλπαζε ήδη ορμητικά. Διέσχισε το δάσος, ανέβηκε κάθετα τη απότομη πλαγιά του απέναντι βουνού, ξεχύθηκε στην κοιλάδα με τις πεταλούδες κι ήρθε και στάθηκε λαχανιασμένο δίπλα στο ποτάμι.

Εσύ αναδύεσαι με λυμένα τα μαλλιά στους ώμους, πλησιάζει, μου ζητάς το κεφάλι, στο δίνω, το τοποθετείς στη θέση του. Μου μιλάς και σωπαίνω και δεν ακούς το άλογο καθώς σου ψιθυρίζει πως

η απάντηση στη Σιωπή είναι ο Έρωτας.

Σε φιλώ με Αγάπη

Αλφειός

Τα εικονιζόμενα γλυπτά: "Aretusa e Alfeo" είναι του Ιταλού γλύπτη Gianfranco Bevilacqua

8.2.06

Πάει καιρός. Πολύ νερό έτρεξε στο αυλάκι, σύννεφα φεύγουν και περνούν, στάλες δυνατές, στάλες σιγανές στροβιλίζονται να ενωθούν μαζί μου. Μα εγώ άντεξα αγαπημένη. Δεν ενέδωσα, δεν αφέθηκα… Παρά μόνο μια φορά. Όταν στη σκέψη μου ήρθες απαιτητική, θυμωμένη, διεκδικητική. Με κατέκτησε η μορφή σου κι ενωθήκαμε εκεί στις όχθες μου τέλεια, απόκοσμα, ψεύτικα. Παραλογισμός! Σε απαρνήθηκα με σένα την ίδια, σε αντάλλαξα με τη μορφή σου. Γι αυτό…

…άργησα να σου μιλήσω, χρονοτρίβησα να σου απευθύνω το λόγο μου, που χρόνια τώρα καρτερείς χωρίς ποτέ σου να το παραδεχτείς.

Πέρασα δύσκολα. Κι ακόμα περνώ. Συγχώρα με γι αυτή την τάση εξομολόγησης που με καταλαμβάνει. Αλλά είσαι το μοναδικό πλάσμα που μπορώ να γύρω τη σκέψη μου πάνω του. Να κουρνιάσω στη μορφή του, να σιωπήσω χωρίς να πνιγώ, να μιλήσω χωρίς να συντριβώ. Κι έχω τόσα να πω, που σταματώ κάθε φορά που αρχίζω να σου γράφω. Ξεφυλλίζω το μοβ τετράδιο, διαβάζω το χθες, στυλώνω τη ματιά μου στο σήμερα και δεν μπορώ να μεταφράσω τις λέξεις που κατακλύζουν το είναι μου.

Συμπάθα με, που σε αγνόησα, που σε θύμωσα, που σε απομάκρυνα. Ήταν Χειμώνας, κι ακόμα είναι. Τα κλαριά γύρω μου γυμνά, τα νερά μου θολά. Κι εσύ Αρέθουσα μοιάζεις πηγαιμός μα λιμάνι είσαι.

Σου γράφω ακόμα ένα από τούτα τα γράμματα τ’ ανεπίδοτα.

Αγαπημένη μου,

Ηδονικός ο άνεμος έφερε τ’ άρωμά σου απόγευμα Χειμώνα λίγο μετά τη βροχή

Μα δεν υπήρχες. Όπου κι αν κοίταξα, όπου κι αν ρώτησα. Ω, πόσους παράξενους τόπους θα διαβώ κυνηγώντας το τραγούδι σου, ποιές μυστικές διαδρομές θ’ ακολουθήσω αναζητώντας

“ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης”.
Βγαίνω απ’ τις όχθες, σπάζω τα φράγματα, χύνομαι σ’ άλλες κοίτες, σκορπίζομαι χάνομαι, ξανά σιωπή. Μήτε το άρωμα, μήτε το τραγούδι.

Μα επιμένω. Το ταξίδι δεν θα σταματήσει. Το όνειρο δεν θα τελειώσει. Η αγάπη δεν θα χαθεί. Όπως οι μέρες του Χειμώνα μέσα στα χρόνια, μέσα στους αιώνες, που έρχονται – φεύγουν – ξαναγυρνούν.

Γιατί κάθε τέτοια εποχή γίνεται η σπορά κάθε καινούργιας συγκίνησης στη ζωή μας. Κι έτσι η ελπίδα παραμένει ζωντανή.

Σε φιλώ με Αγάπη
Αλφειός

15.12.05

Χειμώνας ξάστερος απόψε. Κοιτά ψηλά βλέπει το δίσκο το φωτεινό, ώρα μεσάνυχτα. Βλέπει το μονοπάτι ασημένιο να χαράζει τις φλέβες του. Προχωρά βουερός προς το πέλαγος. Αγρικά των νερών τη λαλιά και σιωπά. Μοιρολόι τ’ ακούει, σκιές μαύρες, μαυροντυμένες, μαυρομαλλούσες ψέλνουν στις όχθες του:

Ποιόν να ρωτήσω να μου πει

για το ποτάμι που πεθαίνει πόσοι κλαίνε;

και που να παραγγείλω

το θλιβερό μου Αλίμονο;

Κοιτά και προχωρά. Πανσέληνος απόψε. Αφρίζει, τρέχει βιαστικός να προλάβει τη χρονιά, μην ξεφύγει της κοίτης του, μη λοξοστρατίσει ακόμα μια εποχή.

«Ο ρούς του ποταμού δεν ήταν ο συνήθης…», θυμάται. «…ο Αλφειός υπακούοντας άλλοτε σε προσταγές της συνείδησής του και άλλοτε σε κελεύσματα της Κίρκης , εξήλθε της κοίτης του για να ακολουθήσει άλλες, εξίσου μαγικές διαδρομές, εκεί όπου η χαρά της περιπέτειας και η συγκίνηση της δημιουργίας δεν ικανοποιούν μόνο εσωτερικές ανάγκες, αλλά αναζωογονούν το “άρρεν ύδωρ” τον ποταμό, “πρήνην εμπίπτοντα αλμυρόν ες πέλαγον”.

Ξαποσταίνει, βουτά τη γραφίδα στο μελάνι και γράφει, να προλάβει τον πηγαιμό του…

Αγαπημένη μου,

Ταξιδεύω. Στο βυθό αφρισμένου πελάγου. Κάτω απ’ τη σιωπή των κυμάτων. Ακολουθώντας το δρόμο ενός ονείρου. Μέσα από δαιδαλώδεις στοές που οδηγούν στο Φώς.

Αλλά εσύ δεν είσαι όνειρο. Γιατί τα όνειρα σβήνουν με τον ερχομό της μέρας. Κι εσύ είσαι παρούσα. Η ομορφιά σου είναι παρούσα. Η λάμψη σου είναι παρούσα. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Κάθε στιγμή.

Κι εγώ τώρα δεν ονειρεύομαι! Ταξιδεύω! Με τη μορφή σου στη σκέψη μου. Νοιώθοντας να πλησιάζει η στιγμή που της πηγής σου τα κύματα θα κατακλύζουν την κοίτη μου.

Σε φιλώ με Αγάπη

Αλφειός

28.11.05

Ετούτες τις μέρες έβρεχε. Κρύα βροχή και τον μαστίγωνε. Δεν ήξερε, κοίταγε ψηλά δεν είχε πουθενά να κρυφτεί. Έρεε! Γρήγορα, ηχηρά, θυμωμένα. Βιαζόταν να φτάσει στης θάλασσας το έμπα, να κρυφτεί μέσα της, να κάνει τα νερά του ένα με τα κύματα με τις ρανίδες τ’ ουρανού που τον κυνηγούσε.

Ήξερε πως έσφαλε σε πολλά, μα δεν άντεχε άλλο τη θεϊκή καταφρόνια. Φοβόταν τα ίδια του τα νερά, τη βουή που ξεσήκωνε στο διάβα του, τα μάτια του που θόλωναν από τις στάλες τις δικές του και του σύννεφου του μαύρου, του σκοτεινού.

Ήξερε πως την έδιωχνε καθώς δεν της μαρτυρούσε τα φράγματα που έβρισκε μπροστά του, τις δίνες, τις όχθες που τον ξεστρατίζανε. Ήξερε κι άλλα που δεν έλεγε, μα ένα μόνο ήξερε ήθελε να το φωνάξει στα βουνά που πέρναγε. Την ήθελε παντοτινά, απόλυτα, αληθινά.

Πριν της είχε γράψει. Όπως και χθες και προχθές και πέρσι και χρόνια πριν. Κάθε μέρα της γράφει και κάθε νύχτα. Και κάθε φορά κινά ο ίδιος να της παραδώσει την επιστολή. Κάθε φορά φτάνει λίγο πριν εκείνη ξαναφύγει, έτσι σα νερό πηγής που είναι, καθάρια, κελαριστή κι απόμακρη.

Αγαπημένη μου,

Αυτή τη φορά ήθελα να σου μιλήσω για τα όνειρά μου. Για τη μορφή που θρυμματίζεται στον καθρέφτη. Τη ζωή που παρασέρνεται από ένα κόκκινο ποτάμι. Την ψυχή που αφήνεται να ταξιδέψει με τα φτερά μιας πεταλούδας.

Όμως, αθεράπευτη εξακολουθεί η αδυναμία μου να εκφράσω ό,τι νοιώθω. Και γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν συγχέονται τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Για την ώρα, το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως «δεν εδεσμεύτηκα. Τελείως αφέθηκα κ' επήγα». Κι αυτό λίγο δεν είναι. Κι ίσως ούτε ένα όνειρο είναι...

Αλλά, μάλλον δεν έχουν σημασία αυτά. Το ταξίδι είναι μπροστά. Είτε πάνω στου πελάγου τα κύματα είτε μέσα από τις υπόγειες, μα πάντα μυστικές, διαδρομές. Ένα ταξίδι μακρύ και δύσκολο, αλλά υπέροχα γοητευτικό αν κατορθώνει να μου προσφέρει διαρκώς αυτή τη συγκίνηση καθώς έρχομαι κοντά σου.

Σε φιλώ με Αγάπη

Αλφειός

Φύλαξε το ανεπίδοτο γράμμα μη βραχεί. Γιατί αύριο θα της το δώσει…


Η «επιστολή» είναι από το θαυμάσιο λογοτεχνικό περιοδικό «Αλφειός» που δυστυχώς δεν κυκλοφορεί πια εδώ και κάμποσα χρόνια.

Ευχαριστούμε...

Απασχολημένος με τις εργασίες... εκτροπής του Αλφειού, δεν πρόλαβα να ευχαριστήσω όσους μπήκαν στον κόπο να γράψουν καλωσορίσματα. Ιδιαίτερα την Avanti (το μόνο σχόλιο που έσωσα, μικρός είμαι ακόμα μαθαίνω από τα λάθη μου) για το όμορφο παιδικό ποιηματάκι. Καλώς σας βρήκα και καλώς με βρήκατε!

22.11.05

Είναι δύσκολο, να βρεις τον ποταμό πράο, ήσυχο। Χωρίς αντάρα, χωρίς φωνή μεγάλη, χωρίς μονότονο μουρμουρητό, καθώς τραβά να συναντήσει την καλή του απέναντι στης Σικελίας την πλευρά!

Αιώνες τώρα, χιλιάδες χρόνια δεν το 'χει καταφέρει μα προχωρά। Λεπτό δεν κάθεται, στιγμή δεν ξαποσταίνει μα σαν να γυρίσεις να τον δεις καταλαβαίνεις πως δεν κουράζεται, δεν βαρυγκωμά.

Λίγο ξαποσταίνει στρίβει την κεφαλή και σε κοιτά, χαμογελά και ξαναφεύγει μπρος να ενωθεί με τις πηγές της Αρέθουσας της αγαπημένης!

Θυμάσαι; Μια μέρα μελαγχολική, στρέφεις το βλέμμα σου μακριά του χαμογελάς κι εκείνος τρέχει στο κατόπι σου.

Κι εσύ φοβήθηκες μήπως και μοιάσεις στην αγαπημένη του. Ξέρεις, σ’ εκείνη που της γράφει κάθε μέρα…

«Το ταξίδι είναι μπροστά. Είτε πάνω στου πελάγου τα κύματα είτε μέσα από τις υπόγειες, μα πάντα μυστικές διαδρομές. Ένα ταξίδι μακρύ και δύσκολο, αλλά υπέροχα γοητευτικό καθώς έρχομαι κοντά σου…»

eXTReMe Tracker